-
1 μάθημα
μάθημα, τό, das Gelernte, die Wissenschaft; Soph, Phil. 906; Eur. Hec. 814; οὐκ ἀπείργομέν τινα ἢ μαϑήματος ἢ ϑεάματος, Thuc. 2, 39; τοῦ καλοῦ, Plat. Conv. 211 c; τοῠ περὶ τοὺς λογισμοὺς μαϑήματος, Rep. VII, 525 d, wie Lach. 182 b; τὰ μαϑήματα παίδων Tim. 26 b, öfter; Xen. Hem. 1, 1, 7. Bei Sp. bes. Arithmetik u. Geometrie, die mathematischen Wissenschaften; daher οἱ ἀπὸ τῶν μαϑημάτων, die Mathematiker, S. Emp. oft; auch die Astrologie ist gemeint, Pallad. 66 (VII, 687).
-
2 μαθημα
- ατος (ᾰθ) τό1) знание, тж. учение, наукаτὸ μ. τὸ περὴ τὰς τάξεις Plat. — учение о боевых порядках, т.е. тактика;
τὰ παίδων μαθήματα Plat. — приобретенные в детстве знания2) pl. наука о величинах, математические науки, математика Plat., Arst.οἱ ἀπὸ τῶν μαθημάτων Sext. — математики
-
3 μάθημα
μάθημα, τό, das Gelernte, die Wissenschaft; bes. Arithmetik u. Geometrie, die mathematischen Wissenschaften; daher οἱ ἀπὸ τῶν μαϑημάτων, die Mathematiker; auch die Astrologie ist gemeint -
4 перед
перед Iпредлог с твор. п.1. (при обозначении места) μπροστά, ἐνώπιον, ἔμπροσ-θεν:\перед домом μπροστά στό σπίτι· \перед дверьми́ πρό τῶν θυρών, μπροστά στήν πόρτα· передо мной μπροστά μου, ἐνώπιον μου· \перед глазами μπροστά στά μάτια·2. (при обозначении времени) πρίν, πρό:\перед восходом со́лица πρίν ἀνατείλει ὁ ήλιος, πρό τῆς ἀνατολής τοῦ ήλίου· \перед обедом πρό τοῦ φαγητοῦ· \перед началом занятий πρίν ἀπό τήν Εναρξη τῶν μαθημάτων, πρό τῆς ἐνάρξεως τῶν μαθημάτων \передтем, как выйти и́з дому πρίν ἔβγω ἀπό τό σπίτι·3. (по отношению к кому-л., чему-л.) προς, παρά:долг \перед Родиной^ τό καθήκον πρός τήν πατρίδα· извиниться \перед кем-л. ζητώ συγγνώμη ἀπό κάποιον4. (по сравнению) ἐν συγκρίσει:они́ ничто́ \перед ним αὐτοί δέν εἶναι τίποτε ἐν συγκρίσει μ' αὐτόν.перед IIм τό μπροστινό μέρος:\перед дома ἡ πρόσοψη τοῦ σπιτιοῦ. -
5 τρέφω
A : [tense] fut. , etc.: [tense] aor. 1 ἔθρεψα, [dialect] Ep.θρέψα Il.2.548
: [tense] aor. 2 ἔτρᾰφον (v. infr. B): [tense] pf. τέτροφα intr., Od.23.237, ([etym.] συν-) Hp.Morb.Sacr. 11; but trans., S.OC 186 (lyr.); alsoτέτρᾰφα Plb.12.25h
.5:—[voice] Med., [tense] fut. θρέψομαι in pass. sense, Hp.Genit.9, Nat.Puer. 23, Th.7.49, etc.: [tense] aor.ἐθρεψάμην Pi.O.6.46
, A.Ch. 928, etc.:—[voice] Pass., [tense] fut. τρᾰφήσομαι Ps.-D.60.32, D.H.8.41, etc., but in early writers in med. form θρέψομαι (v. supr.): [tense] aor. 1 ἐθρέφθην, [dialect] Ep. , rare in Trag. and [dialect] Att., E.Hec. 351, 600, Pl.Plt. 310a;ἐθράφθη IG12(9).286
(Eretria, vi B. C.): [tense] aor. 2 ἐτράφην [pron. full] [ᾰ] Hom. (sed v. infr. B), A.Th. 754 (lyr.), Ar.Av. 335 (lyr.), etc.; [dialect] Ep. [ per.] 3pl. ἔτραφεν, τράφεν, Il.23.348, 1.251: [tense] pf.τέθραμμαι Hp.Nat.Hom.5
, E.Heracl. 578, etc.; [ per.] 2pl. (but συντέτραφθε [s. v. l.] in X.Cyr.6.4.14); inf. , X.HG2.3.24 (in both with v. l. τετρ-).I thicken or congeal a liquid, γάλα θρέψαι curdle it, Od.9.246; τρέφε ([tense] impf.)πίονατυρόν Theoc.25.106
:—[voice] Pass., with [tense] pf.[voice] Act. τέτροφα, curdle, congeal,γάλα τρεφόμενον τυρὸν ἐργάζεσθαι Ael.NA16.32
;περὶ χροΐ τέτροφεν ἅλμη Od.23.237
.II usu., cause to grow or increase, bring up, rear, esp. of children bred and brought up in a house,ὅ σ' ἔτρεφε τυτθὸν ἐόντα Il.8.283
;ἥ μ' ἔτεχ', ἥ μ' ἔθρεψε Od.2.131
, cf. 12.134;εὖ ἔτρεφεν ἠδ' ἀτίταλλεν Il.16.191
, cf. Od.19.354;ἐγώ σ' ἔθρεψα, σὺν δὲ γηράναι θέλω A.Ch. 908
, cf. Supp. 894;μέχρι ἥβης τ. Th.2.46
;γεννᾶν καὶ τ. Pl.Plt. 274a
;τ. τε καὶ αὔξειν μέγαν Id.R. 565c
: c. acc. cogn., τ. τινὰ τροφήν τινα bring up in a certain way, Hdt.2.2; alsoτῶν πρώτων μαθημάτων, ἐν οἷς οἱ παλαιοὶ τοὺς παῖδας ἔτρεφον Gal.16.691
:—[voice] Med., rear for oneself,θρέψαιό τε φαίδιμον υἱόν Od.19.368
;αὐτὸν ἐθρέψαντο δράκοντες Pi.O.6.46
; ; ;τεκὼν ἀρετὴν καὶ θ. Id.Smp. 212a
; :—[voice] Pass., to be reared, grow up, ;τῇ ὁμοῦ ἐτρεφόμην Od.15.365
;ἅμα τράφεν ἠδ' ἐγένοντο Il.1.251
, etc.; κάρτιστοι τράφεν ἀνδρῶν grew up the strongest men, ib. 266:—prop. a boy was called τρεφόμενος only so long as he remained in the charge of the women, i. e. till his fifth year, Hdt.1.136; ἐξ ὅτου 'τράφην ἐγώ from the time when I left the nursery, Ar.Av. 322; but even of pre-natal growth, , cf. Th. 754 (lyr.):—generally, in Trag., ; ὅπως πατρὸς δείξεις οἷος ἐξ οἵου τράφης ib. 557;κρατίστου πατρὸς.. τραφείς Id.Ph.3
: παῖδες μητέρων τεθραμμέναι true nurslings of your mothers, implying a reproach for unmanliness (s. v.l.), A.Th. 792; μιᾶς τρέφει πρὸς νυκτός art nursed by night alone, i. e. art blind, S.OT 374.2 of slaves, cattle, dogs and the like , rear and keep them,κύνας Il.22.69
, Od.14.22, etc.;ἵππους Il.2.766
; λέοντος ἶνιν (v. σίνις) A.Ag. 717 (lyr.); (lyr.); (cj. for στρέφουσι); ἰκτῖνα Ar. Fr. 628
;ὄρτυγας Eup.214
; ; οἱ τρέφοντες (sc. τοὺς ἐλέφαντας ) the keepers, Arist.HA 571b33;τ. παιδαγωγούς Aeschin.1.187
; alsoτ. γυναῖκα E.IA 749
; τ. [ἑταίραν], [πόρνας], keep.., Antiph. 2, Diph. 87; ὁ τρέφων one's master, Nicol.Com.1.11,36: metaph., αἰγιαλὸν ἔνδον τρέφει he keeps a sea-beach in the house, Ar.V. 110:—[voice] Pass., to be bred, reared,δοῦλος οὐκ ὠνητός, ἀλλ' οἴκοι τραφείς S.OT 1123
; ἐν τῇ σῇ οἰκίᾳ γέγονεν καὶ τέθραπται was born and bred, Pl.Men. 85e; Ἀγαθῖνον θρεμένον (i. e. τεθρεμμένον, = θρεπτόν, v. θρεπτός 1) B (Dionysopolis, ii A. D.); Νείκην τὴν θρεμένην μου ib.276 A (Dionysopolis, ii A. D.).3 tend, cherish, τὸν μὲν ἐγὼ φίλεόν τε καὶ ἔτρεφον, of Calypso, Od.5.135, cf. 7.256; of plants, Il.17.53;θρέψασα φυτὸν ὥς 18.57
, cf. Od.14.175.4 of parts of the body, let grow, cherish, foster,χαίτην.. Σπερχειῷ τρέφε Il.23.142
;τῷ θεῷ [πλόκαμον] τ. E.Ba. 494
;ὑπήνην ἄκουρον τ. Ar.V. 476
(lyr.); τ. κόμην, = κομᾶν, Hdt.1.82; : also τά θ' ὕεσσι τρέφει ἀλοιφήν things which put fat on swine, Od.13.410;τεθραμμένη εἰς πολυσαρκίαν X.Mem.2.1.22
.5 in Poets, of earth and sea, breed, produce, teem with,οὐδὲν ἀκιδνότερον γαῖα τ. ἀνθρώποιο Od.18.130
;ἄγρια, τά τε τρέφει οὔρεσιν ὕλη Il.5.52
;φάρμακα, ὅσα τρέφει εὐρεῖα χθών 11.741
;ὅσ' ἤπειρος.. τρέφει ἠδὲ θάλασσα Hes.Th. 582
;πολλὰ γᾶ τρέφει δεινά A.Ch. 585
(lyr.), cf. 128, E.Hec. 1181;θάλασσα.. τρέφουσα πορφύρας ἰσάργυρον κηκῖδα A.Ag. 959
; ὃν πόντος τ., i. e. the sailors, Pi.I.1.48: rare in Prose,ἀεί τι ἡ Αιβύη τρέφει καινόν Arist. GA 746b8
.6 in Poets also, simply, have within oneself, contain, (lyr.), cf. Tr. 817; τρέφειν τὴν γλῶσσαν ἡσυχαιτέραν to keep his tongue more quiet, Id.Ant. 1089;ἡ γλῶσσα τὸν θυμὸν δεινὸν τ. Id.Aj. 1124
;τἀληθὲς γὰρ ἰσχῦον τρέφω Id.OT 356
(so in Pl.,τ. ἰσχυρὸν τὸ ἐλεινόν R. 606b
);τ. νόσον S. Ph. 795
;ἐκ φόβου φόβον τ. Id.Tr.28
; (lyr.); οἵας λατρείας.. τρέφει what services.. she has as her lot, ib. 503; ἐν ἐλπίσιν τρέφω.. ἥξειν I cherish hopes that.., Id.Ant. 897; τὸν Καδμογενῆ τρέφει.. βιότου πολύπονον [πέλαγος] is his daily lot, Id.Tr. 117 (lyr., but Reiske's cj. στρέφει is prob.);πόνοι τρέφοντες βροτούς E.Hipp. 367
(lyr.).III maintain, support,τ. ἀνδρὸς μόχθος ἡμένας ἔσω A.Ch. 921
, cf. Pi.O.9.106; ;τ. τὸν πατέρα Aeschin.1.13
;τὴν οἰκίαν ὅλην D.59.67
; ;τὰ κτήνη χιλῷ ἐτρέφοντο X.An.4.5.25
; γάλακτι, τυρῷ, κρέασι τ., Id.Mem. 4.3.10; σίτῳ, ὄψῳ, Id.Lac.1.3; feed a patient, Gal.15.503, 19.185; provide the food for an employee, σοῦ τρέφοντος αὐτόν, ἐμοῦ δὲ ἱματίζοντος (ii A. D.); alsoτ. ἀπό τινος Pl.Prt. 313c
, X.HG2.1.1; (lyr.), cf. Pl.R. 372b.2 maintain an army or fleet, Th.4.83, X.An.1.1.9 ([voice] Pass.);τ. τὰς ναῦς Th. 8.44
, X.HG1.5.5, 5.1.24; τ. τὸ ναυτικὸν ἀπὸ τῶν νήσων ib.4.8.9;ἐκ τῶν κωμῶν τρέφεσθαι Id.An.7.4.11
, etc.3 of land, feed, maintain one,τρέφει γὰρ οὗτος [ὁ ἀγρὸς].. με Philem.98.2
, cf. Men.63, 466, al.4 of women, feed or suckle an infant, ; γυνὴ τρέφουσα ib.87; ἡ τρέφουσα, = ἡ τροφός, Gal.6.44.5 of food, nourish,τὰ Ἡρακλεωτικὰ τρέφει οὐχ ὁμοίως τοῖς ἀμυγδάλοις Diocl.Fr.126
, cf. 117;ἡ οὐκ ἐπιτηδείως τῷ σώματι διδομένη τροφὴ οὐ τρέφει Sor.1.49
;πυρῶν.. ὅσοι κοῦφοι.. ἧττον τρέφουσι Gal.Vict.Att 6
;τὸ δέρμα πᾶν αὐτοῖς ὡς ἂν ὑπὸ φλεγματ ώδους αἵματος τρεφόμενον οἰδαλέον γίνεται Id.18(2).118
, cf. 106.IV bring up, rear, educate, Hes.Fr.19, Pi.N.3.53, etc.;τῷ λόγῳ τ. καὶ παιδεύεις Pl.R. 534d
;θρέψαι καὶ παιδεῦσαι D.59.18
; ; ἡ θρέψασα (sc. γῆ ) the motherland, Lycurg. 47:—[voice] Med., ; ἡ θρεψαμένη one's motherland, Lycurg.85:—[voice] Pass., ὀρθῶς, εὖ τραφῆναι, Pl. R. 401e, Alc.1.120e; παιδείᾳ, ἐν ταύτῃ τῇ παιδείᾳ τ., Id.Lg.695c, X. Cyn.1.16;ἐν πολυτρόποις ξυμφοραῖς Th.2.44
;ἐν φιλοσοφίᾳ Pl.Tht. 172c
;ἐν χλιδῇ X.Cyr.4.5.54
;ἐν ἐλευθερίᾳ Pl.Tht. 175d
, Mx. 239a;ἐν ἄλλοις νόμοις Arist.Pol. 1327a14
;ἐν φωνῇ βαρβάρῳ Pl.Prt. 341c
;πάσαις Μούσαισι BCH50.444
(Thespiae, iv A. D.).V the [voice] Pass. sts. came to mean little more than to be, ἐπ' ἐμοὶ πολέμιον ἐτράφη (sc. τὸ γένος) Ar.Av. 335 (lyr.), cf. Th. 141, S.OC 805.B Hom. uses an intr. [tense] aor. 2 [voice] Act. ἔτραφον in pass. sense (which is to τρέφομαι, τέτροφα (intr.) as ἔδρακον to δέρκομαι, δέδορκα, etc.),ὃς.. ἔτραφ' ἄριστος Il.21.279
; ; τραφέμεν ([dialect] Ep. for τραφεῖν) 7.199, Od.3.28, al.; ἐπεὶ τράφ' ἐνὶ μεγάρῳ, i. e. when he was well-grown, Il.2.661:—as trans. the [tense] aor. 2 is used by Hom. only in Il.23.90, and τράφε in Pi.N.3.53 is [dialect] Dor. [tense] impf.:— ἐτράφην is perh. post-Homeric; [ per.] 3sg. τράφη is v. l. in Il.2.661, [ per.] 1pl. ἐτράφημεν and [ per.] 1sg. ἐτράφην ([etym.] περ) vv. ll. in 23.84; τράφη is in all codd. of 3.201, 11.222, which should prob. be emended from 2.661; [ per.] 3pl.ἔτραφεν 23.348
(v.l. ἔτραφον), Od.10.417 (v.l. ἔτραφον) ; τράφεν in all codd. of Il.1.251, 266, Od.14.201, also (with v. l. τράφον ) in 4.723: the vox nihili ἐτράφεμεν, found in Il.23.84 as cited by Aeschin.1.149, was emended by Scaliger to ἐτράφομεν:—the redupl. [ per.] 3sg.τέτραφ' Il.21.279
, [ per.] 3pl.τέτραφεν 23.348
, are ff. ll., though found in many codd. Later this [tense] aor. became obsolete, except in [dialect] Ep. imitators, as in Call.Jov.55, Opp.H.1.774. -
6 μάθημα
A that which is learnt, lesson,τὰ παθήματα μαθήματα Hdt.1.207
;μ. μαθεῖν S.Ph. 918
; μ. τινός or περί τι, Pl.Smp. 211 c, R. 525d;προσπορεύεται πρὸς τὰ λοιπὰ μ. PCair.Zen.60.7
(iii B. C.);ἀφεῖσθαι τοὺς παῖδας ἀπὸ τῶν μ. SIG577.77
(Milet., iii/ii B. C.), cf. 578.28 (Teos, ii B. C.), al.2 learning, knowledge, Ar.Nu. 1231, Av. 380, Th.2.39, PSI1.94.9 (ii A. D.), etc.; οἱ καθιστάμενοι ἐπὶ τῶν μ. educational authorities, SIG578.66 (Teos, ii B. C.); τὸ μ. τὸ περὶ τὰς τάξεις the science of tactics, Pl.La. 182b: freq. in pl., Isoc.12.27, etc.;μαθημάτων φρόντιζε μᾶλλον χρημάτων· τὰ γὰρ μαθήματ' εὐπορεῖ τὰ χρήματα Philem. 232
.3 esp. the mathematical sciences, Archyt.1,3 tit.; τρία μ., i. e. arithmetic, geometry, and astronomy, acc. to Pl.Lg. 817e, cf. Phld. Ind.Sto.66; later τὰ τέσσαρα μ. ( ἁρμονική being added) Theol.Ar.17; Arist. distd. pure from mixedμ., τὰ φυσικώτερα τῶν μ., οἷον ὀπτικὴ καὶ ἁρμονικὴ καὶ ἀστρονομία Ph. 194a8
;ἡ ἐν τοῖς μ. ἁρμονική Metaph. 997b21
;τὰ μ. περὶ τὰ εἴδη ἐστίν APo. 79a7
; οἱ ἀπὸ τῶν μ. mathematicians, Cleom.1.8.4 astrology, AP7.687 (Pall.).5 creed, Cod.Just.1.1.7.11, al. -
7 κάλλος
κάλλος, τό (καλός), körperliche Schönheit; vom Ganymedes Il. 20, 234; häufiger von weiblicher Schönheit, αἳ κάλλει ἐνίκων φῠλα γυναικῶν 9, 130, Χαρίτων ἄπο κάλλος ἔχουσαι Od. 6, 18, öfter; so auch Od. 18, 192 κάλλεϊ μέν οἱ πρῶτα προςώπατα καλὰ κάϑηρεν ἀμβροσίῳ, οἵῳ Κυϑέρεια χρίεται, mit ambrosischer Schönheit, wo die alten Ausleger ohne Grund an eine wohlriechende Salbe denken, Passow aber mit Recht bemerkt, daß bei Hom. die Schönheit als etwas für sich bestehendes Körperliches angesehen wird, das die Götter den Menschen wie ein Kleid an- u. abthun können (vgl. κάλλεΐ τε στίλβων καὶ εἵμασι Il. 3, 392, κὰκι κεφαλῆς χεῦεν πολὺ κάλλος Ἀϑήνη Od. 23, 156, δπόδυϑι τὸ κάλλος Luc. D. Mort. 10), u. daß χρίεσϑαι von Allem gebraucht wird, was sich auf die Oberfläche des Leibes bezieht, keineswegs von Salben allein; Voß übersetzt »in ambrosischer Schöne verklärt ihr Gesicht sie«. – Tragg., Aesch. Pers. 181 Soph. Tr. 25. 465, Eur. oft, gew. von weiblicher Schönheit; in Prosa, Plat. u. A.; Ggstz αἶσχος, Plat. Conv. 201 a. – Auch geistig, ψοχῆς Plat. Rep. IV, 444 b, τῶν μαϑημάτων Gorg. 474 e, τῶν ὀνομάτων καὶ ῤημάτων Conv. 198 b, μεγέϑεσι καὶ κάλλεσιν ἔργων Critia. 115 d. – Τὰ κάλλη, der Schmuck, ἐν ποικίλοις κάλλεσι βαίνειν, bunte Teppiche, Aesch. Ag. 897, VLL. τὰ πορφυρᾶ ὶμάτια; übh. kunstvolle Arbeiten, ἱερῶν, Pracht der Tempel, Dem. 3, 25; κάλλεα κηροῦ, schöne Honigwaben, Mel. 110 (IX, 363). – Luc. D. Mort. 18, 1 vrbdt Ἑλένη καὶ Λήδα καὶ ὅλως τὰ δρχαἶα κάλλη πάντα, wie auch wir sagen »die altberühmten Schönheiten«; vgl. Imag. 2.
-
8 час
часм в разн. знач. ἡ ῶρα:который \час? τί ὠρα εἶναι;· двенадцать \часо́в дня τό μεσημέρι· двенадцать \часо́в ночи τά μεσάνυχτα· \час ночи μιά μετά τά μεσάνυχτα· в пять \часо́в утра στίς πέντε ἡ ὠρα τό πρωί· в два \часа дия στίς δύο τό ἀπόγευμα· четверть \часа τό τέταρτον τής ὠρας· три четверти \часа τρία τέταρτα τής ὠρας· целых два \часа разг δυό ὁλόκληρες ὠρες· каждые два \часа κάθε δύο ὠρες· за \час до... μιά ὠρα πρίν...· \час обеда ἡ ὠρα τοῦ φαγητοὔ· \часы отдыха ἡ ὠρα τής ἀνάπαυσης· свободные \часы οἱ ἐλεύθερες ὠρες· \часы работы (занятий) οἱ ὠρες τής ἐργασίας (τών μαθημάτων)· приемные \часώ ἡ ὠρα ἐπίσκεψης· неурочный \час ἡ ἀκατάλληλη ὠρα· опоздать на \час ἀργώ μιά ὠρα· ехать со скоростью сто км в \час τρέχω μέ ταχύτητα ἐκατό χιλιόμετρα τήν ὠρα· ждать \часа́ми περιμένω ὠρες ὁλόκληρες· ◊ битый \час μιαν ὁλόκληρη ὠρα· академический \час ἡ ἀκαδημαϊκή ὠρα· комендантский \час ἡ ἀπαγόρευση τής κυκλοφορίας τή νύχτα· \часы пик οἱ ὠρες τοῦ συνωστισμού· стоять на \часа́х воен. εἶμαι φρουρά, φυλάω σκοπός· с \часу на \час а) (в ближайшее время) ὅπου νάναι, ἀπό στιγμή σέ στιγμή, б) (с каждым часом) ἀπό ὠρα σέ ὠρα, ὁλοένα καί· в добрый \часΙ ὠρα καλή!, στό καλό!· не ровен \час... δέν ξέρεις τί γίνεται.., \час пробил σήμανε ἡ ὠρα· не по дням, а по \часа́м ὄχι μέ τίς ἡμέρες ἀλλα μέ τίς ὠρες· через \час по чайной ложке μέ τό σταγονόμετρο. -
9 ώρες
в ночное время;η ώρες τού φαγητού (της ανάπαυσης) — час обеда (отдыха);
οι ώρες της εργασίας (των μαθημάτων) часы работы (занятий);ώρες ακροάσεων приёмные часы;είναι πολλή ώρες, πού εφυγε — прошло много времени с тех пор, как он уехал;
δεν είναι ώρες γι' αστεία — не время для шуток;
είναι ώρες να... — время, пора (делать что-л.);
πρίν της ώρεςας — или πρίν την ώρες — раньше времени, преждевременно;
εν ώρες πολέμου — в военное время;
3) часы;δεν έχω ώρες απάνω μου — у меня нет при себе часов;
4) уст. время года;εν ώρες χείμώνος — зимой, в условиях зимы, в зимнее время;
αί ώραι τού έτους времена года;§ ώρες καλή! — или η ώρες η καλή! — доброго пути!;
ώρες του καλή! — скатертью дорога!;
καλή του ώρες — дай бог ему здоровья;
καλή ώρες — а) в добрый час;
б) точно такой, (как);μιά ολόκληρη ώρες — битый час;
ώρες της αιχμής (или του συνωστισμού) часы пик;φαγητό της ώρεςας — заказное блюдо;
προς ώρεςαν — временно, на время;
από ώρες σε ώρες — или από ώρεςας εις ώρεςαν — или ώρες τη ώρες — или ώρες με την ώρες — с часу на час, очень скоро;
σήμανε η ώρες — пробил час;
μιά ώρες πρωτήτερα — чем раньше, тем лучше;
απάνου στην ώρες — как риз в тот момент;
γιά ( — или διά) την ώρες — пока (что);
στην ( — или εις την, με την) ώρες σου — вовремя, кстати;
παρ' ώρεςαν — не вовремя;
είναι στην ώρες της — она скоро родит;
δεν βλέπω την ώρες να... — страстно желать..., ждать не дождаться (чего-л.);
κακή ώρες να τον εΰρει ( — или να τον έχει) — чтоб ему ни дна ни покрышки
-
10 διά
διά, durch, zwischen. Zu Grunde liegt der Begriff der Trennung, »in zwei Theile«; Wurzel ΔFι, verwandt δύο, δίς, Latein. duo, bis, viginti, dis-, Sanskrit. vi, s. Curtius Grundz. der Griech. Etymol. 1, 39. 204.
Als Adverb. kann διά gebraucht zu sein scheinen in dem Ausdrucke διὰ πρό, was aber wohl besser als ein Wort geschrieben wird, διαπρό.
Als Praeposit. wird διά verbunden:
A. Mit dem genitiv.: Durch; – 1) vom Raume, und zwar – a) durch einen Raum hindurch u. wieder heraus, z. B. δι' ὤμου, δι' ἀσπίδος u. ä., ἦλϑεν ἔγχος, drang durch die Schulter, durch den Schild hindurch, oft bei Hom.; ἔπαξε διὰ φρενῶν ξίφος Pind. N. 7, 26; vgl. P. 3, 57; τιτρώσκειν διὰ ϑώρακος, durch den Panzer hindurch verwunden, Xen. An. 1, 8, 26; φαίνεται πῦρ διὰ τοῦ ὀρόφου, das Feuer schlägt durch das Dach heraus, 7, 4, 16. Aehnl. διὰ τοῠ ὕδατος ὁρῶν ἥλιον, durch das Wasser hindurch die Sonne sehen, Plat. Phaed. 109 c. – Διὰ τέλους, bis zum Ende hindurch, vollständig, Aesch. Prom. 270; διὰ πασῶν (sc. χορδῶν), durch alle Saiten, Töne hin, gänzlich, Plat. Rep. IV, 432 n; bes. von der Oktave. – b)ohne die Bezeichnung des Wiederherauskommens, mitten durch, durch etwas hin; bes. bei Verbis der Bewegung: διὰ νήσου ἰὸν Od. 12, 335, u. öfter; διὰ ϑαλάσσας πέταται Pind. N. 6, 50; ἐλῶσι διὰ ἠπείρου μακρᾶς Aesch. Eum. 75; οἴκτου δι' οἴκων ὁρμωμένου Soph. Tr. 861; ῥέων δι' Εὐρώπης Her. 2, 33; διὰ τῶν νεκρῶν διεξήϊε 7, 238; δι' οὐρανοῦ πορεύεσϑαι, Plat. Tim. 39 d; διὰ πυρὸς ἰέναι, Xen. Symp. 4, 16 u. öfter; vgl. διὰ πολλῶν τε καὶ δεινῶν πραγμάτων σεσωσμένοι An. 5, 5, 8; – διὰ πάντων ἐλϑεῖν, alles durchmachen, Xen. Cyr. 1, 2, 15; ἀπὸ τῆς ἀρχῆς διὰ πάντων ἄχρι τῆς τελευτῆς διεξῆλϑον Dem. 18, 179. – Homer setzt bei mehreren Verbis der Bewegung den genitiv. πεδίοιο ohne Präposition, wo in Attischer Prosa der genitiv. mit διά stehn würde; Iliad. 4, 244 αἵ τ' ἐπεὶ οὖν ἔκαμον πολέος πεδίοιο ϑέουσαι. Scholl. Aristonic. ἡ διπλῆ διὰ τὸ ἐλλείπειν τὴν διά πρόϑεσιν, ἵν' ᾖ διὰ πεδίου; Iliad. 23, 372 οἱ δ' ἐπέτοντο κονίοντες πεδίοιο, Scholl. Aristonic. ἡ διπλῆ, ὅτι ἐλλείπει ἡ διά, διὰ πεδίοιο; Iliad. 5, 222. 6, 2. 38. 507. 8, 106. 13, 820. 14, 147. 18, 7. 21, 247. 22, 23. 23, 364. 518. 521, Scholl. Aristonic. zu allen diesen Stellen; eben so ist gebraucht der genitiv. νειοῖο Iliad. 10, 353 ἑλκέμεναι νειοῖο βαϑείης πηκτὸν ἄροτρον, Scholl. Aristonic. ἡ διπλῆ, ὅτι ἐλλείπει ἡ διά, διὰ νειοῖο. – Seltener c) nebenhin, längs, παρήκει διὰ τῆςδε τῆς ϑαλάσσης ἡ ἀκτή Her. 4, 39; vgl. Od. 10, 391; παρὰ τὴν χηλὴν διὰ τῆς ϑαλάσσης Thuc. 1, 63. Oefter Sp., παριέναι διὰ μειρακίου, Aristaenet. 1, 13. Bei Her. 3, 103, διὰ τῶν ὀπισϑίων σκελέων, ist es = durch beide Schenkel mitten hindurch. – An b) schließt sich d), ὁ δ' ἔπρεπε καὶ διὰ πάντων, eigtl. durch alle hin zeichnete er sich aus, d. i. vor allen, Il. 12, 104; so τετίμακε δι' ἀνϑρώπων Pind. I. 3, 55; εὐδοκιμέων διὰ πάντων βασιλέων Her. 6, 63; u. allgemein, διὰ πάντων ϑέης ἄξιον, vor allen, 1, 25: vgl. 8, 37; ähnlich ὑμῖν διὰ πάντων ἥκιστα 8, 142; womit δι' οὐδενὸς ποιεῖσϑαι, Soph. O. C. 590, zu vergleichen, was B. A. 35 = οὐδενὸς π. gesetzt wird. – e) Wie διὰ μάχης ἐλϑεῖν τινι, Eur. I. A. 1415, ἰέναι, Her. 6, 9 Thuc. 4, 92, ἀπικέατο τῷ Ἁρπάγῳ Her. 1, 169, eigtl. »durch den Kampf hindurchgehen«, d. i. »kämpfen« bedeutet, so dient διά zunächst bei ἰέναι u. ä. Verben, dann auch mit ἔχειν, εἶναι, bes. bei Dichtern u. Sp., zur Bezeichnung des Beharrlichen, Ausdauerns u. Festhaltens eines Thuns oder Zustandes, und wird dann eine Umschreibung für ein einfaches Verbum, mit dem Nebenbegriff der Dauer, kann auch oft durch ein Adv. gegeben werden, vgl. Villois. Anecd. II, 79: διὰ ἀγάπης, ἀμελείας, ἐπαίνου, ψόγου, μνήμης ἔχειν, = ἀγαπᾶν, ἀμελεῖν u. s. w.; δι' αἰδοῦς ὄμμα ἔχειν Eur. I. A. 1000; Bacch. 441; δι' αἰτίας ἔχειν, = αἰτιᾶσϑαι, Thuc. 2, 60, wie δι' αἰτίας ἄγειν, Ael. V. H. 9, 32; δι' ἀκριβείας εἰρῆσϑαι, ἐπίστασϑαι, = ἀκριβῶς, Plat. Rep. III, 404 a, u. öfter; δι' ἀπεχϑείας γίγνεσϑαι, = ἀπεχϑάνεσϑαι, Xen. Hier. 9, 1; vgl. Aesch. Prom. 122; διὰ γλώσσης ἰέναι, reden, Eur. Suppl. 114; διὰ μιᾶς γνώμης γενέσϑαι, einmüthig sein, Isocr. 4, 188; διὰ δικαιοσύνης ἰέναι, auf dem Wege der Gerechtigkeit wandeln, Plat. Prot. 323 a; διὰ δίκης ἰέναι τινί, Soph. Ant. 738 Thuc. 6, 60; δι' ἐλπίδος ἔχειν, Herodn. 2, 1, 16; δι' ἐπιϑυμίας εἶναι, Plat. Phaed. 82 e; δι' ἐχϑρᾶς γενέσϑαι, Ar. Ran. 1112; δι'ἡδονῆς ἔχειν, Herodn. 4, 6, 4; διὰ μάχης ἔρχεσϑαι, Her. 6, 9; Thuc. 2, 11; διὰ πολλῶν μαϑημάτων γενόμενος Luc. Macrob. 22; διὰ μνήμης ἔχειν, Catapl. 9; auch εἶναι, φέρειν, Herodn. 2, 2, 19; δι' οἴκτου ἔχειν, λαβεῖν, Eur. Hec. 851 Suppl. 206; δι' ὀργῆς ἥκειν, ἔχειν, = ὀργίζεσϑαι, Soph. O. C. 909; Thuc. 2, 37. 5, 29; δι' ἡσυχίας εἶναι, Her. 1, 206; διὰ πάσης ἀγωνίης ἔχειν, 2, 91; vgl. δι' ὀργῆς παίειν, im Zorn, O. R. 807; δι' ὄχλου εἶναι, = ὀχληρόν, Thuc. 1, 73; διὰ πολέμου, διὰ φιλίας ἰέναι, Xen. An. 3, 2, 8; διὰ φιλημάτων ἰέναι, unter Küssen, Eur. Andr. 416; διὰ στόματος ἔχειν, Cyr. 1, 4, 25, wie Plut. Lucull. 1, stets im Munde führen; διὰ τιμῆς ἔχειν, ἄγειν, = τιμᾶν, Plut. Demetr. et Ant. 4; Hdn. 2, 2, 17; Luc. Merc. cond. 33; διὰ τύχης τοιᾶςδ' ἰών Soph. O. R. 775; δι' ὑποψίας, φροντίδος ἔχειν, Plut. Rom. 15; Herod. 3, 2, 9; διὰ φόβου ἔρχεσϑαι, εἶναι, Eur. Or. 747; Thuc. 6, 59; διὰ φυλακῆς ἔχειν, in Gewahrsam halten, Thuc. 7, 8; aufbewahren, D. Hal. 4, 15. So διὰ βραχέων, in kurzem, διὰ βραχυτάτων, Lys. 16, 9; διὰ πάντων, in allen Stücken, Plut. C. Graech. 6; διὰ κεφαλαίων (summarisch) ἀναμνήσω ὑμᾶς Aesch. 2, 25; διὰ τάχους, Thuc. 2, 18 u. öfter, wie διὰ ταχέων, = ταχέως, Xen. An. I, 5, 9. Man vgl. noch διὰ χειρὸς ἔχειν, in der Hand haben, Soph. Ant. 1243, s. unten; handhaben, ἡνίας, Plut. Num. 6; öfter Luc. πρᾶγμα; ähnl. διὰ στέρνων ἔχειν, so gesinnt sein, Plut. Ant. 635. – f) διὰ τοσούτου, in einem großen Zwischenraum, Thuc. 2, 29, u. öfter, διὰ πολλοῠ, διὰ ὀλίγου, z. B. 3, 94. 6, 11, wo man διαστήματος ergänzt; δι' ἄλλων εἴκοσι σταδίων ἄλλος ποταμός ἐστι, in einem Zwischenraum von 20 Stadien, Her. 7, 198; δι' ἐλάσσονος, näher, Thuc. 3, 51; οἱ ἄπωϑεν καὶ μάλιστα οἱ διὰ πλείστου 3, 115; δι' ἐγγυτάτου, 8, 96; διὰ δέκα ἐπάλξεων πύργοι ἦσαν, immer nach zehn, 3, 21. Vgl. noch ἐν τῷ διὰ μέσου χρόνῳ, Her. 8, 127. – 2) Von der Zeit, von Her. an, bes. bei Attikern; – a) die Dauer bezeichnend, eine Zeit hindurch, δι' ἡμέρας, διὰ νυκτός, den ganzen Tag, die Nacht hindurch, z. B. δικάζειν, Her. 1, 97 u. öfter; auch mit dem Zusatz ὅλης, Xen. An. 5, 2, 4 u. comici; δι' ἔτους, das ganze Jahr hindurch, Her. 2, 32; Ar. Vesp. 1058; δι' αἰῶνος, immer, Aesch. Ch. 26 u. sonst; auch διὰ παντὸς τοῦ αἰῶνος, Xen. Cyr. 2, 1, 19; u. so διὰ παντός allein, Soph. Ai. 691; δι' ὀλίγου, kurze Zeit hindurch, Thuc. 1, 77; διὰ βίου, zeitlebens, Plat. Phaed. 75 d; Plut. Caes. 57; δ. παντὸς β., Plat. Conv. 203 d; διά τε τοῦ ἔρωτος καὶ ἔξω γενόμενος, während der Liebe, Phaedr. 236 c; dah. διὰ τέλους, bis ans Ende, Soph. Ai. 670; Xen. Cyr. 3, 3, 35 u. sonst; dah. = beständig, Andoc. 1, 6; Lys. 6, 30, u. öfter bei Rednern. So ist auch Xen. Cyr. 7, 2, 24 zu fassen: πρῶτον μὲν ἐκ ϑεῶν γεγονώς, ἔπειτα δὲ διὰ βασιλέων πεφυκώς, durch eine fortlaufende Reihe von Königen von den Göttern abstammend. – b) Einen Zeitabstand bezeichnend, seit, nach; διὰ χρόνου, nach einiger Zeit, auch nach langer Zeit, Lys. 1, 12; Plat. Rep. I, 328 c; Phaedr. 247 b; Xen. Cyr. 1, 4, 28; διὰ πολλοῦ χρόνου, Ar. Plut. 1045; διὰ μακρῶν χρόνων, Plat. Tim, 22 d; u. allein, διὰ μακροῦ, Arr. An. 5, 2, 8; Luc. Asin. 46; δι' ἐτῶν δέκα, Pol. 22, 26, der auch διὰ προγόνων, seit den Vorfahren, sagt, 22, 4. Mit Ordinalzahlen wird die Wiederkehr einer Handlung nach einem bestimmten Zeitraume bezeichnet: διὰ τρίτης ἡμέρας, alle drei Tage, Her. 2, 37; διὰ πεντετηρίδος, alle fünf Jahre, 3. 97 (aber δι' ἑνδεκάτου ἔτους, nach Verlauf von elf Jahren, 1, 62); δι' ἔτους πέμπτου συνάγειν, Ar. Plut. 584; δι' ἐνάτου ἔτους, Plat. Legg. I, 624 b. – 3) durch, vermittelst, was zunächst räumlich ist, φϑόγγος με βάλλει δι' ὤτων Soph. Ai. 1078; vgl. El. 727; δι' ὄμματος λείβειν δάκρυον O. C. 1252; δι' ὁσίων χειρῶν ϑιγεῖν 471; διὰ χειρῶν κομίζειν, in den Händen tragen, Plut. Cim. 5; vgl. διὰ χειρὸς ἄγειν, Soph. Ant. 916; Plut. Pomp. 22; δι' ὀλίγου πόνου κεκτημένος Thuc. 7, 70; αἱ αἰσϑήσεις αἱ διὰ τῶν ῥινῶν, Plat. Prot. 334 c; διὰ τοῦ στόματος, Phaedr. 250 d; τῶν ἡδονῶν αἳ διὰ τοῦ σώματός εἰσιν. d. i. körperliche, sinnliche, Phaed. 65 a; vgl. Xen. Mem. 4, 5, 3, u. πάντα διὰ στόματος ἡδέα, 1, 4, 5. Uebh. vermittelst, durch, δι' ἑρμηνέως λέγειν, Xen. An. 2, 3, 17 u. öfter, wie Pol. 5, 83; δι' ἀγγέλου λέγειν, Her. 7, 203; vgl. Aesch. 3, 95 ἀφικνεῖται οὐκέτι δι' ἀγγέλων ἀλλ' αὐτός; u. πέμψας διὰ τῶν μαϑητῶν Matth 11, 2; γέγραπται διὰ τοῦ προφήτο υ 2, 5; vollständig τὸ ῥηϑὲν ὑπὸ κυρίου διὰ τοῠ προφήτου, 1, 22; auch εἶδον δι' ἐκείνων Her. 1, 113. 117; πεσεῖν ἀλλοτρίας διὰ γυναικός, durch Schuld, Aesch. Ag. 442; δι' ὧνπερ χειρῶν ὤλετο Soph. O. R. 822. Zu beachten ist Plat. Theaet. 184 d, wo ᾡ ὁρῶμεν u. δι' οὗ ὁρῶμεν unterschieden wird. – Διὰ λόγων συγγενέσϑαι, Plat. Polit. 272 d; διὰ τοῦ ἐμοῠ στόματος ἐλέχϑη Phaedr. 242 d; vgl. auch δι' ἑκόντων ἀλλ' οὐ διὰ βίας ποιεῖσϑαι, Phil. 58 a; Aesch. 3, 121 sagt οὐ δι' αἰνιγμάτων ἀλλ' ἐναργῶς γέγραπται. Etwas anders διὰ μέλανος γράφειν, Plut. Sol. 17; διὰ ποιήματος λόγον ἐξενεγκεῖν, ibd. 26. Bei Sp. sogar zur Angabe des Stoffes, βρώματα διὰ γάλακτος καὶ μέλιτος, Ath. XIV, 646 e; δι' ἀλφίτου πεποιημέναι ϑυσίαι, Plut. Num. 8, wie εἴδωλα κατασκευάζειν δι' ἐλέφαντος καὶ χρυσοῦ, D. Sic. 17, 115; u. noch auffallender κυάϑιον δι' ἀργυρίου, Poll. 6, 105. – Besonders häufig, wie man διὰ τοιούτων αἰτιῶν, Plat. Tim. 57 c, δι' ἐμοῦ γιγνόμενα, ibd. 41 c sagt, ist im Att. δι' ἑαυτοῦ, durch sich selbst, ohne fremde Beihülfe, selbstständig, z. B. κτᾶσϑαί τι, Xen. Cyr 1, 1, 4; διέλυε τὰ χρήματα, aus eigenen Mitteln, Dem. 88, 12; vgl. Pol. 7, 8 u. öfter; bes. ποιεῖσϑαί τι, Dem. 51, 22; ἀπολογίαν διὰ σαυτοῦ ποίησαι Aesch. 3, 242. Dah. δι' ἑαυτοῦ ἔχειν, in seiner Gewalt haben, πόλιν, βουλευτήριον, Dem. 15, 14. 22, 38; ὅπως δι' ἑαυτῶν ἔσοιτο ἡ οὐσία Is. 6, 36. – Die Gramm. bezeichnen bes. die Orthographie durch γράφεται διὰ τοῦ ᾱ, ῶ u. s. w.
B. Mit dem accusativ. – 1) vom Orte, nur p., durch, genau in demselben Sinne, wie die Attische Prosa διά mit dem genitiv. vom Raume gebraucht. Hom. Iliad. 10, 298 βάν ῥ' ἴμεν –, ἂμ φόνον, ἂν νέκυας, διά τ' ἔντεα καὶ μέλαν αἱμα, Scholl. Aristonic. ἡ διπλῆ, ὅτι –. καὶ ὅτι πτῶσις ἐνήλλακται, δι' ἐντέων καὶ μέλανος αἵματος; Iliad. 10, 469 und Scholl. Aristonic.; Iliad. 15, 1 αὐτὰρ ἐπεὶ διά τε σκόλοπας καὶ τάφρον ἔβησαν, Scholl. Aristonic. ἀντὶ τοῦ διὰ σκολόπων καὶ τάφρου, ὡς τὸ »διά τ' ἔντεα καὶ μέλαν αἱμα ( Iliad. 10, 298)«. ἢ τὸ ἑξῆς διέβησαν τούς τε σκόλοπας καὶ τὴν τάφρον (dies Letztere spricht Friedländer dem Aristonicus ab); vgl. Iliad. 7, 247. 5, 858; ob in dgl. Stellen Tmesis anzunehmen sei, oder nicht, wird sich schwerlich überall entscheiden lassen; Iliad. 12, 62 διὰ τάφρον ἐλαύνομεν ἵππους; Iliad. 22, 190 ὡς δ' ὅτε νεβρὸν κύων ἐλάφοιο δίηται, διά τ' ἄγκεα καὶ διὰ βήσσας, Scholl. Aristonic. ὅτι ἀντὶ τοῦ δι' ἀγκέων καὶ βησσῶν; Odyss. 10, 281 δι' ἄκριας ἔρχεαι; 7, 139 βῆ διὰ δῶμα, Scholl. Aristonic. διὰ τοῦ δώματος; Odyss. 10, 150 καί μοι ἐείσατο καπνὸς ἀπὸ χϑονὸς εὐρυοδείης Κίρκης ἐν μεγάροισι, διὰ δρυμὰ πυκνὰ καὶ ὕλην; Iliad. 14, 91 μῦϑον, ὃν οὔ κεν ἀνήρ γε διὰ στόμα πάμπαν ἄγοιτο, ὅς τις ἐπίσταιτο κτἑ., im Munde führen; – διὰ σέλματα νηός Archil. 5; φεύγειν διὰ κῦμα ἅλιον, auf der Meereswoge, Aesch. Suppl. 15; vgl. Eur. Hipp. 762 u. sonst, nur in Chören; ἐπὶ χϑόνα καὶ διὰ πόντον βέβακεν Pind. I. 3, 59; διὰ στόμα ὄσσαν ἱεῖσαι Hes. Th. 65; διὰ στόμα ἔχειν, Ar. Lys. 855; vgl. Aesch. Spt. 51. 475. 561; Eur. Or. 103. – Zuweilen ist dies διά c. accusat. nicht wesentlich dem Sinne nach von ἐν verschieden; ähnlich wie sich ἀνά und κατά c. accusat. zu ἐν verhält, so auch dies διά cum accusat.: Aeschyl. Suppl. 868 καὶ γὰρ δυσπαλάμως ὄλοιο δι' ἁλίρρυτον ἄλσος, κατὰ Σαρπηδόνιον χῶμα πολυψάμαϑον ἀλαϑεὶς εὐρείαις εἰν αὔραις; Soph. O. R. 867 ὧν νόμοι πρόκεινται ὑψίποδες, οὐρανίαν δι' αἰϑέρα τεκνωϑέντες, ὧνὌλυμπος πατὴρ μόνος; so ist wohl auch zu fassen Hesiod. Th. 631 δηρὸν γὰρ μάρναντο, πόνον ϑυμαλ γέ' ἔχοντες, Τιτῆνές τε ϑεοὶ καὶ ὅσοι Κρόνου ἐξεγένοντο, ἀντίον ἀλλήλοισι διὰ κρατερὰς ὑσμίνας; sehr zweideutig ist Hom. Iliad. 2, 40 ϑήσειν γὰρ ἔτ' ἔμελλεν ἐπ' ἄλγεά τε στοναχάς τε Τρωσί τε καὶ Δαναοῖσι διὰ κρατερὰς ὑσμίνας, was wohl eben so gut heißen könnte »vermittelst der Schlachten« wie »in den Schlachten«. – 2) Eben so wie vom Raume wird διά c. accusat. auch von der Zeit ungefähr = ἐν gebraucht, auf die Frage »wann«: Iliad. 8, 510 μή πως καὶ διὰ νύκτα Ἀχαιοὶ φεύγειν ὁρμήσωνται; 2, 57 ἀμβροσίην διὰ νύκτα; 10, 41 νύκτα δι' ἀμβροσίην; 10, 83 νύκτα δι' ὀρφναίην; 10, 297 διὰ νύκτα μέλαιναν; dies » durch die Nacht« ist nicht so viel wie »die Nacht hindurch«, sondern im Wesentlichen nichts Anderes als »bei Nacht«, »während der Nacht«, »in der Nacht«, »zur Nachtzeit«; nur ist die zu Grunde liegende Vorstellung bei διὰ νύκτα eine andere; – Mosch. 4, 91 πρὸς δ' ἔτι μ' ἐπτοίησε διὰ γλυκὺν αἰνὸς ὄνειρος ὕπνον. – 3) vom Mit tel oder Werkzeuge, durch, vermittelst, fast nur dichterisch; die Attische Prosa gebraucht regelrecht in dieser Bdtg διά c. genitiv.; Odyss. 8, 520 νικῆσαι διὰ Ἀϑήνην; Iliad. 10, 497 διὰ μῆτιν Ἀϑήνης; 15, 71 Ἀϑηναίης διὰ βουλάς; δι' ἀρετὴν οὐ διὰ τύχην νικᾶν, Isocr. 4, 91; ὅσοις σώζεσϑαι μὲν ἤρκει δι' ὑμᾶς Xen. An. 5, 8, 13; Dem. 24, 7 διὰ τοὺς ϑεοὺς ἐσώϑην; λέγονται Ἀϑηναῖοι διὰ Περι κλέα βελτίους γενέσϑαι Plat. Gorg. 515 e; ταχὺς γενόμενος διὰ τὸν παιδοτρίβην ibd. 520 c; πλείω διὰ σὲ εἴρηκα Theaet. 210 b; διὰ τίν' ἄρχει ὁ Ζεύς; Ar. Plut. 130, wo διὰ τἀργύριον geantwortet wird; εἴ τι ἔστι λαμπρὸν – διὰ σὲ γίγνεται ibd. 145; διὰ τοὺς εὖ μαχομένους αἱ μάχαι κρίνονται Xen. Cyr. 5, 2, 35. Bes. ist zu merken das elliptische εἰ μὴ διά τινα, z. B. Μιλτιάδην εἰς τὸ βάραϑρον ἐμβαλεῖν ἐψηφίσαντο, καὶ εἰ μὴ διὰ τὸν πρύτανιν, ἐνέπεσεν ἄν, wenn es nicht durch den Prytanen verhindert wäre, Plat. Gorg. 516 d; εἰ μὴ διὰ τὴν ἐκείνων μέλλησιν Thuc. 2, 18; Ar. Vesp. 558; Dem. 19, 90. – 4) Am gewöhnlichsten bezeichnet διά c. accusat. die Ursache, » wegen«, »um – willen«, und dies ist in Attischer Prosa der regelmäßige Gebrauch von διά c. accusat.; der Unterschied von ἕνεκα besteht darin, daß dieses den Zweck angiebt, die Absicht; also z. B. πολέμου ἕνεκα = »damit Krieg sei«, διὰ τὸν πόλεμον = »weil Krieg ist (war, sein wird)«. Hom. Iliad. 15, 41 μὴ δι' ἐμὴν ἰότητα Ποσειδάων πημαίνει Τρῶάς τε καὶ Ἕκτορα, τοῖσι δ' ἀρήγει, ἀλλά που αὐτὸν ϑυμὸς ἐποτρύνει καὶ ἀνώγει, mein Wille ist nicht die Ursache, ich bin nicht schuld; Od. 19, 523. 154; τῷ δι' ἀτασϑαλίας ἔπαϑον κακόν, wegen ihrer Frevel, Od. 23, 67; so bes. in Prosa διὰ τί, weswegen?, warum?, διὰ ταῦτα, deswegen, διὰ τό seq. inf. u. acc. c. inf. Bei Arist. Nic. Eth. 10, 2, 2 entspricht dem δι' ἕτερον μηδὲ ἑτέρου χάριν αἱρεῖσϑαίτι nachher τίνος ἕνεκα. – Homer setzt für διά mit dem accusat. in der Bdtg »wegen«, »um – willen« auch den dativ. ohne praeposit.: Iliad. 5, 875 σοὶ πάντες μαχόμεσϑα· σὺ γὰρ τέκες ἄφρονα κούρην, οὐλομένὴν, ᾗ τ' αἰὲν ἀήσυλα ἔργα μέμηλεν, Scholl. Aristonic. ἡ διπλῆ, ὅτι ἀντὶ τοῦ διὰ σέ ; Odyss. 9, 19 εἴμ' Ὀδυσεὺς Λαερτιάδης, ὃς πᾶσι δόλοισιν ἀνϑρώποισι μέλω, Scholl. παρεῖται ἡ διά, καὶ ἡ δοτικὴ ἀντὶ αἰτιατικῆς κεῖται· διὰ δόλους γὰρ μέλω. ὅμοιόν ἐστι τῷ »σοὶ πάντες μαχόμεϑα ( Iliad. 5, 875)«, τουτέστι διὰ σέ.
Dem regierten Worte findet sich διά nachgestellt, z. B. ὅντε διά Hes. O. 3. φρυκτωρῶν διὰ πεισϑεῖσα Aesch. Ag. 590, ἣν διὰ πολλὰ παϑών Hermesianax bei Ath. XIII, 597 e; anastrophirt wird aber διά nicht, s. Lehrs Quaest. ep. p. 73.
In Zusammensetzungen bezeichnet διά 1) Bewegung u. Verbreitung in Raum u. Zeit, διαγίγνεσϑαι, διαφαίνω, bes. bis zum Ziel hindurch führen, διατελέω, διαπράττω, übh. Verstärkung des simplex, διαφϑείρω. – 2) Trennung. zer-, auseinander, διαιρεῖν, διαλύειν, διαγιγνώσκω. – 3) Wetteifer, Wechselwirkung, mit-, untereinander, διαλέγομαι, διαδικάζεσϑαι, διαφιλοτιμέομαι, u. daher Auszeichnung, διαφέρειν, διαπρέπειν, – 4) Mischung, διάλευκος, διάχρυσος.
Das ι ist zu Anfang des Verses bei Hom. einigemal lang, Il. 3, 357. 4, 135. 7, 251. 11, 435; α ist in der Vershebung lang, wofür Aesch. διαί sagt.
-
11 курс
1. (направление движения) η πορεία, η κατεύθυνση, мор. о πλους- следования (линия соединяющая пункты отправления и назначения) - του προορισμού2. эк. η τιμή, η αξία 3. (цикл лечебных процедур) η θεραπεία 4. (в политике) η (πολιτική) κατεύθυνση 5. (изложение какой-л. науки в вузе) η διδασκαλία, η σειρά (των διαλέξεων/μαθημάτων) 6. (год обучения в вузах и средних специальных учебных заведениях) το έτος (της εκπαίδευσης/φοί-τησης) 7. (законченный цикл обучения) о πλήρης κύκλος της διδασκαλίας 8. (учебник, излагающий какую-л. науку) το εγχειρίδιο.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > курс
-
12 κατοχή
A holding fast, detention,τινὸς ἐν Σούσοισι Hdt.5.35
; of detention by the god in the Sarapeum, UPZ5.3, 59.8, al. (ii B.C.), cf. Man. 1.239 (pl.); arrest, PAmh.2.80.9 (iii A.D.), Cod.Just.1.4.22.1;ἡ πρὸς τὸ χρέος κ. PSI4.282.28
(ii A.D.).2 hindrance, delay,ἀνείρξεις καὶ κ. Plu.2.584e
, cf. Vett. Val.43.17.3 retention, τοῦ πνεύματος holding the breath, Gal.6.161, Alex.Aphr.Pr.1.47; retention of waste products, Gal.8.440.4 retention in memory, Corn.ND14;μνήμη καὶ κ. Plot.4.3.29
: pl.,τὰς μνήμας κ. μαθημάτων καὶ αἰσθήσεων εἶναι Id.4.6.1
.5 sequestration of property,ἐν κ. PTeb. 143
(ii B.C.), cf. PRyl. 174.23 (ii A.D.), etc.; lien, charge,καθαρὸς ἀπὸ πάσης κ. POxy.483.26
(ii A.D.), etc.II possession, Sm.Ca.8.11;ἐν κ. ποιεῖσθαι Men.
Prot.p.30 D.; = Lat. lonorum possessio, BGU140.24 (ii A.D.); mental grasp,κοινῶν τινων Phld.Rh.1.71
S.2 possession by a spirit, inspiration,κ. καὶ ἐνθουσιασμοί Plu.Alex.2
;πάντα ἐν τῇ κ. ἀληθεύειν Arr. An.4.13.5
.
См. также в других словарях:
Ελλάδα - Εκπαίδευση — Η ΠΡΟΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ ΟΙ ΜΕΓΑΛΟΙ ΔΙΔΑΣΚΑΛΟΙ ΤΟΥ ΓΕΝΟΥΣ Είναι οι λόγιοι της προεπαναστατικής περιόδου (β΄ μισό 18ου αιώνα μέχρι την κήρυξη της επανάστασης) οι οποίοι, προσβλέποντας στην πνευματική αναγέννηση του Γένους, που θα έφερνε και την… … Dictionary of Greek
Μεγάλη του Γένους Σχολή — Σημαντικό εκπαιδευτικό ίδρυμα της Κωνσταντινούπολης, το οποίο παρείχε ανώτερη εκπαίδευση και λειτουργούσε υπό την αιγίδα του Οικουμενικού Πατριαρχείου. Η πρώτη ρητή μνεία πατριαρχικού σχολείου ανάγεται στα μέσα του 16ου αι. Τότε ο πατριάρχης… … Dictionary of Greek
Αυστραλία — Κράτος της Ωκεανίας, ανάμεσα στον Ινδικό και τον Ειρηνικό ωκεανό, που περιλαμβάνει την ομώνυμη μεγάλη νήσο του νότιου Ειρηνικού (λόγω του μεγέθους θεωρείται ηπειρωτικό έδαφος), την Τασμανία και άλλα νησιά.Κράτος της Ωκεανίας, ανάμεσα στον Ινδικό… … Dictionary of Greek
Μεξικό — Κράτος του νότιου τμήματος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τις ΗΠΑ και στα Ν με την Μπελίζ και τη Γουατεμάλα. Βρέχεται στα Δ από τον Ειρηνικό ωκεανό και στα Α από τον κόλπο του Μεξικού.O ποταμός Pίο Γκράντε αντιπροσωπεύει ένα μεγάλο… … Dictionary of Greek
Επτάνησα ή Επτάνησος — Ιστορική και γεωγραφική νησιωτική περιοχή (2.307 τ. χλμ., 212.984 κάτ.) που εκτείνεται κατά μήκος των δυτικών παραλίων της Ελλάδας μέχρι τη νότια Πελοπόννησο. Περιλαμβάνει από τα Β προς τα Ν τα νησιά Κέρκυρα, Παξοί, Λευκάδα, Ιθάκη, Κεφαλονιά,… … Dictionary of Greek
Εσθονία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Εσθονίας Παλαιότερη ονομασία: Εσθονική Σοβιετική Σοσιαλιστική Δημοκρατία (1947 90) Έκταση: 45.227 τ. χλμ Πληθυσμός: 1.415.681 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Ταλίν (404.000 κάτ. το 2000)Κράτος της βόρειας Ευρώπης, στη… … Dictionary of Greek
Αριστοτέλης — I (Στάγειρα Χαλκιδικής 384 π.Χ. – Χαλκίδα 322 π.Χ.).Φιλόσοφος. Γιος του Νικόμαχου, προσωπικού γιατρού του βασιλιά της Μακεδονίας Αμύντα Γ’, ορφανός από πολύ νωρίς, ανατρέφεται από τον Πρόξενο τον Αταρνέα. Το 367 π.Χ., σε ηλικία δεκαεπτά ετών,… … Dictionary of Greek
εξέταση — I Δοκιμασία ή σύνολο δοκιμασιών που αποβλέπουν στον έλεγχο των γνώσεων των μαθητών και στην απονομή ενός τίτλου σπουδών. Συναφής προς την ε. όρος είναι ο διαγωνισμός, αλλά οι δύο έννοιες διαφέρουν ουσιαστικά μεταξύ τους ως προς τον σκοπό, το… … Dictionary of Greek
νηστεία — Η εθελοντική ή υποχρεωτική αποχή από την τροφή γενικά ή από ορισμένες τροφές. Ο όρος χρησιμοποιείται από πολλούς λαούς για να δηλώσει κυρίως την εθελοντική αποχή από ορισμένες τροφές (ιδιαίτερα λιπαρές) για θρησκευτικούς λόγους. Η ν. ως… … Dictionary of Greek
έτος — Χρονικό διάστημα το οποίο χρειάζεται η Γη για να συμπληρώσει μία περιφορά γύρω από τον Ήλιο. Κατά το διάστημα αυτής της περιφοράς, η Γη εκτελεί 366 ολόκληρες περιστροφές –και ένα μέρος– γύρω στον άξονά της. Αν λάβουμε υπόψη τις διαδοχικές… … Dictionary of Greek
Μοισιόδαξ, Ιώσηπος — (Τσερναβόντα, Βλαχία 1730; – Βουκουρέστι 1800). Διδάσκαλος του Γένους, ο πρώτος Νεοέλληνας παιδαγωγός κι ένας από τους πρωιμότερους εκπροσώπους του ελληνικού Διαφωτισμού. Οι πληροφορίες που έχουμε για τα νεανικά του χρόνια είναι ανεπαρκείς και… … Dictionary of Greek